-
1 эпос
-а α.έπος•гомеровский эпос το ομηρικό έπος•
назидательный эпос гесиода το διδακτικό έπος του Ησίοδου.
-
2 эпос
литер. το έπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эпос
-
3 эпос
мτο έπος, το επικό ποίημα -
4 былина
былинаж ἡ μπιλίνα, τό ρωσικό λαϊκό ἐπος. -
5 сказать
сказатьсов см. говорить· что вы этим хотите \сказать? τί θέλετε νά πήτε μ' αὐτό;· ◊ трудно \сказать... εἶναι δύσκολο νά πεῖ κανείς...· легко́ \сказать Ενός λόγος εἶναι· так \сказать νά ποῦμε· правду \сказать... νά ποῦμε τήν ἀλήθεια...· сказано \сказать сделано разг ἀμ' ἐπος, ᾶμ' ἐργον бабушка надвое сказала погов. эе ζήσε Μάη νά <ρᾶς τριφύλλι καί τόν Αὔγουστο σταφύλι. -
6 эпос
эпосм τό ἕπος. -
7 былина
[μπυλίνα] ουσ. θ. ρώσικο λαϊκό έπος -
8 эпос
[έπας] ουσ. α έπος -
9 былина
[μπυλίνα] ουσ θ ρώσικο λαϊκό έπος -
10 эпос
[έπας] ουσ α έπος -
11 богатырский
επ.1. ηράκλειος, γιγάντιος, υπερφυσικός•-ая сила ηράκλεια δύναμη•
богатырский голос στεντόρεια φωνή.
2. ηρωικός•богатырский эпос το ρωσικό ηρωικό έπος.
εκφρ.богатырский сон – βαρύς ή βαθύς ύπνος. -
12 героический
επ.ηρωικός•героический подвиг ηρωικό κατόρθωμα, ανδραγάθημα•
-ие усилия ηρωικές προσπάθειες.
εκφρ.- эпос – ηρωικό έπος.
См. также в других словарях:
ἔπος — vácas neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
έπος — το γεν. ους, πληθ. η 1. (λογοτ.), επικό ποίημα, μεγάλο αφηγηματικό ποίημα, η εποποιία. 2. μτφ., σπουδαία πράξη ή κατόρθωμα: Το έπος του 1940 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἔπος πρὸς ἔπος. — ἔπος πρὸς ἔπος. См. Слово за словом … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἔπος δ’εἰ πὲρ τι βέβακται… — См. Собака лает, ветер носит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἅμα ἔπος, ἅμα ἔργον. — ἅμα ἔπος, ἅμα ἔργον. См. Сказано, сделано … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁπποῖον κ’εἴπησθα ἔπος, τοτόν κ’ἐπακούσαις. — См. Каково аукнется, таково и откликнется … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὔπω πᾶν ἐίρητο ἔπος, ὅτι ἂρ ἤλυθον αὐτοί. — См. Помяни волка, а волк из колка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τοὔπος — ἔπος , ἔπος vácas neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὖπος — ἔπος , ἔπος vácas neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπη — ἔπος vácas neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔπος vácas neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)